- σκιόεις
- και σκιάεις, -εσσα, -εν, και τ. ουδ. σκιόειν, Α1. σκιερός2. σκοτεινός («μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)3. αυτός που ρίχνει σκιά πάνω σε κάτι, που καλύπτει κάτι με σκιά («τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)4. (για ανάκλαση σε κάτοπτρο) μη πραγματικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -όεις*. Το ουδ. σκιόειν οφείλεται σε μετρικές ανάγκες].
Dictionary of Greek. 2013.